γλιτσιάζω

γλιτσιάζω
και γλιντζιάζω και γλιτζιάζω
1. έχω γλίτσα, είμαι βρόμικος
2. λερώνω κάποιον με γλίτσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναγλιτσιάζω — 1. καθιστώ κάτι γλοιώδες 2. γίνομαι γλοιώδης, γλιστερός, γλιτσιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γλιτσιάζω] …   Dictionary of Greek

  • αγλίτσιαστος — η, ο [γλιτσιάζω] αυτός που δεν έχει γλιτσιάσει ή δεν έχει γλίτσες, ο καθαρός …   Dictionary of Greek

  • γλιτζιάζω — γλίτζιασα, γλιτζιασμένος, και γλιτσιάζω γλίτσιασα, γλιτσιασμένος 1. έχω γλίτζα: Γλίτσιασε το κρέας. 2. είμαι λιγδιασμένος: Γλίτζιασαν τα χέρια μου από τα λάδια της μηχανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”